Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Κλαις Έλληνα;


Πάνω στο μνήμα ένδοξων και θλιβερών ημερών, μετράς τα χρόνια που πέρασαν, μετράς τα κορμιά που έπεσαν, μετράς το αίμα που χύθηκε, όλα αυτά για σένα, τον πολίτη της Ελλάδας. Γιατί πλέον το Έλληνας δε σου επιτρέπουν να το λες περήφανα. Είσαι ένα κομμάτι του σήμερα και στο σήμερα δε χωρούν τα έθνη. Τώρα είναι όλοι πολίτες.
Κι εσύ που θέλεις ν’ αντισταθείς στη λήθη, συλλέγεις   μνήμες και χτίζεις το μαυσωλείο του γένους σου. Θρέφεις τις ρίζες σου με το δάκρυ. Πας πίσω τη μνήμη, όσο μπορείς, να βρεις την αρχή του τέλους.
Ναι, κάπου εκεί είναι στο 1071(26/8), που ο Ρωμανός ο Δ΄ο Διογένης ηττήθηκε στο Ματζικέρτ απ’ τον σουλτάνο, αρχίζει η παρακμή του Βυζαντίου και μετά έρχεται η κατάληψη της Πόλης από τους Λατίνους το 1204(13/4). Λατινοκρατία και ο λάκκος σκάφθηκε βαθύτερος. Με τα προσχήματα κρατήθηκε η Πόλη και στα 1453(29/5) η Άλωσή της απ’ το Μωάμεθ το Β΄, ανοίγει την πόρτα στο σκοτάδι.
 Κι εκεί που το έθνος πάει να σηκωθεί, αρχίζει το 1914 η γενοκτονία των ελλήνων του Πόντου, ένα σχέδιο που θέλει να ολοκληρώσει ο Κεμάλ Μουσταφά και αποβιβάζεται στο λιμάνι της Σαμψούντας(αρχαία Αμισός) στις 19/5/1919. Επιθυμώντας να εξαφανίσει κάθε ίχνος ελληνισμού, φτάνει μέχρι το Σεπτέμβρη του 1922 στη Σμύρνη σπέρνοντας το θάνατο στη διαδρομή του και σφραγίζει την καταστροφή καίγοντας την πόλη(13-17/9).
 Ξανά αγώνας για να σηκωθείς μα ο Γερμανικός Φασισμός εισβάλει στη χώρα σου (6/4/1941) και σε τιμωρεί.
 Μαζεύοντας αποκαΐδια κοιτάς το μέλλον να σου χαμογελάει, μα ο μόνιμος εφιάλτης σου εισβάλει στην Κύπρο(20/7/1974). Αυτή νόμισες πως  ήταν και η τελευταία εχθροπραξία. 
Μα η μάχη των Ιμίων(31/1/1996) που χάθηκε στα χαρτιά και δυστυχώς όχι αναίμακτα, που λίγο έλειψε να σου στερήσουν κι άλλη γη, σου θύμισε πως οι αγώνες δεν τελειώνουν εδώ.
Αυτή είναι η μοίρα του ελληνισμού. Ν’ αγωνίζεται, να δοξάζεται πότε μέσα από νίκες και πότε μέσα από ήττες, έρμαιο στη δίνη των ιστορικών αλλαγών που ταλανίζουν τον τόπο που μας γέννησε. Έναν τόπο που υπάρχει μεταξύ ευλογίας και κατάρας. Εδώ που ο ελληνισμός έχτισε τη ζωή του με βράχο, αρμύρα και ήλιο. Εδώ που έπρεπε πρώτα να κάνει τα βράχια τείχη για να ελευθερώσει λίγο χώμα και να προστατέψει το σπόρο που φύτεψε. Εδώ που η θάλασσα δέχτηκε να τη δαμάσει και του ‘δωσε τροφή κι ύστερα τον ταξίδεψε για να θρέψει την ανησυχία του, την περηφάνια του, την περιέργειά του.
Κι όποτε γίνονταν κήπος η ερημιά, έρχονταν να τρυγήσουν κι άφησε το γένος όποτε χρειάστηκε «Μαραθώνες» και «Θερμοπύλες», βαριά κληρονομιά.  
Κι εσύ τώρα Έλληνα πρέπει να τιμήσεις το γένος σου. Να κάνεις μνημόσυνα για όσα του πήραν βίαια και όχι για όσα «χάθηκαν», όπως συνηθίζουν να λένε.
Μα πόσα μνημόσυνα μπορείς ν’ αντέξεις; Πόσο είσαι έτοιμος να γίνεις άξια μνήμη για τις επόμενες γενιές; Τώρα που οι εχθροί έξω και μέσα στη χώρα φοράνε μάσκες, πόσο είσαι έτοιμος να τις τραβήξεις και να δόσεις τη δική σου μάχη;
Κλαις Έλληνα; Από συγκίνηση, από ντροπή, από φόβο;
Κράτα μέσα σου γερά τις μνήμες και δε θα σε προδώσουν. Η λήθη δε σου ταιριάζει. Άσε το αίμα που κυλάει στις φλέβες σου να μιλήσει και τότε θα γράψεις ξανά ιστορία, με τους δικούς σου αγώνες, στο περιβάλλον που σου ετοίμασαν, στην αρένα της επιβίωσης.